Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

Κι αν ήταν αλήθεια...

Αγαπημένε μου Άρθουρ,
Όταν θα διαβάζεις αυτό το γράμμα, ξέρω πως κάπου βαθιά μέσα σου θα είσαι θυμωμένος μαζί μου, επειδή σου έπαιξα αυτό το βρώμικο παιχνίδι. Άρθουρ, αυτό είναι το τελευταίο μου γράμμα και συνάμα η διαθήκη της αγάπης μου.
Η ψυχή μου πετάει με όλη την ευτυχία που μου έδωσες. Η ζωή είναι υπέροχη, Άρθουρ. Μόνο όταν απομακρύνεται στις μύτες των ποδιών το αντιλαμβάνεται κανείς, αλλά τη ζωή τη γεύεται κανείς καθημερινά.
Κάποιες στιγμές μας κάνει να αμφιβάλλουμε για τα πάντα, μην κατεβάσεις ποτέ τα χέρια, καρδιά μου. Από τη μέρα που γεννήθηκες βλέπω αυτό το φως στα μάτια σου, αυτό που σε κάνει ένα αγόρι διαφορετικό από τα άλλα. Σε είδα να πέφτεις και να σηκώνεσαι σφίγγοντας τα δόντια, εκεί όπου κάθε παιδί θα είχε κλάψει. Το κουράγιο αυτό είναι η δύναμή σου αλλά συνάμα και η αδυναμία σου. Πρόσεχε, οι συγκινήσεις φτιάχτηκαν για να μοιράζονται, η δύναμη και το κουράγιο είναι όπως δυο μπαστούνια που μπορούν να στραφούν ενάντια σ’ αυτόν που τα χρησιμοποιεί άσχημα. Οι άντρες έχουν κι αυτοί το δικαίωμα να κλαίνε, Άρθουρ, οι άντρες γνωρίζουν κι αυτοί την οδύνη.
Από εδώ και στο εξής δε θα βρίσκομαι εδώ για να απαντώ στις ερωτήσεις σου. Ήρθε η στιγμή που πρέπει να γίνεις ένας μικρός άντρας.
Στο μεγάλο περίπλου που σε περιμένει μη χάσεις ποτέ την παιδικότητα από την ψυχή σου, μην ξεχάσεις ποτέ τα όνειρά σου. Θα είναι η κινητήρια δύναμη της ύπαρξής σου, θα σχηματίσουν τη γεύση και την οσμή των πρωινών. Θα γνωρίσεις μια άλλη μορφή αγάπης απ’ αυτή που έχεις για μένα. Όταν έρθει αυτή η μέρα, μοιράσου τη μ’ αυτή που θα αγαπήσεις. Τα κοινά όνειρα είναι οι πιο όμορφες αναμνήσεις. Η μοναξιά είναι ένας κήπος όπου η ψυχή μαραίνεται, τα λουλούδια που φυτρώνουν εκεί δεν έχουν μυρωδιά.
Η αγάπη έχει μια υπέροχη γεύση, να θυμάσαι πως πρέπει να δώσεις για να λάβεις. Να θυμάσαι πως πρέπει να είσαι ο εαυτός σου για να μπορέσεις να αγαπήσεις. Έχε εμπιστοσύνη στο ένστικτό σου, να είσαι πιστός στη συνείδηση και στη συγκίνηση, ζήσε τη ζωή σου, έχεις μία μονάχα. Στο εξής είσαι υπεύθυνος του εαυτού σου κι αυτών που θα αγαπήσεις. Να είσαι άξιος, αγάπα, μη χάσεις αυτό το βλέμμα που μας ένωνε τόσο όταν μοιραζόμασταν τις αυγές. Θυμήσου τις ώρες που περάσαμε φροντίζοντας τα τριαντάφυλλα, παρατηρώντας το φεγγάρι, μαθαίνοντας το άρωμα των λουλουδιών, ακούγοντας τους θορύβους του σπιτιού για να τους καταλάβουμε. Πρόκειται για πράγματα απλά, ίσως ξεπερασμένα, αλλά μην αφήσεις ποτέ τους πικρόχολους ανθρώπους να διαστρεβλώσουν αυτές τις στιγμές που είναι μαγικές γι’ αυτόν που ξέρει να τις ζήσει. Οι στιγμές αυτές έχουν ένα όνομα, Άρθουρ, «έκσταση», και από σένα εξαρτάται να είναι η ζωή σου έκσταση. Είναι η πιο μεγάλη νοστιμάδα του ταξιδιού που σε περιμένει.
Μικρέ μου, σε αφήνω. Κρατήσου σε τούτη τη γη που είναι τόσο όμορφη. Σ’ αγαπώ, ήσουν ο λόγος για τον οποίο ζούσα. Ξέρω πως κι εσύ με αγαπάς. Φεύγω με ήσυχο το πνεύμα. Είμαι περήφανη για σένα.

Η μαμά σου

Από το υπέροχο μυθιστόρημα του Μαρκ Λεβί που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ...

Κυριακή 14 Ιουνίου 2009

Οι δεντροφάγοι κυβερνούν την Κύπρο


Η Ομάδα Προστασίας Αιωνόβιων Δένδρων (ΟΠΑΔΕ) καταδικάζει δριμύτατα την κοπή, χωρίς την προηγούμενη εξασφάλιση απαιτούμενης άδειας, δύο συστάδων Κυπαρισσιών που λειτουργούσαν ως ανεμοθραύστες και κοσμούσαν επί δεκαετίες τον δρόμο Πάφου-Έμπας, για χάρη της ανάπτυξης ιδιωτικού τεμαχίου γης.
Μετά από επιτόπια έρευνα η ΟΠΑΔΕ προέβηκε σε τηλεφωνική καταγγελία στο Τμήμα Δασών Πάφου, λειτουργός του οποίου μετέβηκε στην περιοχή και αφού επιθεώρησε τα δεκάδες κομμένα Κυπαρίσσια δεν διαπίστωσε καμιά... παρανομία!!
Έπειτα από παραστάσεις και προειδοποιήσεις προς το Τμήμα Δασών ότι θα καταγγελθούν για συγκάλυψη παρανομιών, εκπρόσωπος της ΟΠΑΔΕ μετέβηκε εκ νέου στην συγκεκριμένη τοποθεσία και υπέδειξε στους λειτουργούς του Τμήματος Δασών τις πασιφανείς παρανομίες και τους κάλεσε να καταγγείλουν τον ιδιοκτήτη.
Η στάση του Τμήματος Δασών είναι λυπηρή και συνάμα εξοργιστική. Η λογική του «αν ζητούσαν άδεια κοπής των Κυπαρισσιών θα τους την δίναμε», δείχνει το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος και την λογική των «εξυπηρετήσεων» που επικρατεί στο αρμόδιο για την προστασία των δένδρων και των δασών Τμήμα.
Η Ομάδα Προστασίας Αιωνόβιων Δένδρων καλεί τον Υπουργό Γεωργίας να προβεί σε αυστηρές συστάσεις προς την διοίκηση του Τμήματος Δασών και να δοθούν οδηγίες για να εξαλειφθούν τα συνεχή φαινόμενα ανοχής και συγκάλυψης που παρατηρούνται στο εν λόγω Τμήμα και τα οποία συμβάλουν στην απερήμωση του νησιού μας, οδηγώντας στον πλήρη αφανισμό της περιβαλλοντικής μας κληρονομιάς.


Μιχάλης Ονησιφόρου
ΟΠΑΔΕ (Ομάδα Προστασίας Αιωνόβιων Δένδρων)
www.aiwnobia.org

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2009

Αυτή που θέλει

Τη θέλει! Και πρέπει να την αποκτήσει. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Γεννήθηκε μόνο και μόνο για να είναι μαζί της, για να τη φροντίσει, για να τον προσέχει. Το ξέρει στα σίγουρα αυτό, το νιώθει πολύ βαθιά μέσα του. Το μόνο… Το μόνο που δεν βρίσκει τρόπο να την πλησιάσει. Πάντα υπάρχουν κάποιοι άλλοι άνθρωποι γύρω της. Πάντα κάποιοι άλλοι τρέχουν να πραγματοποιήσουν κάθε της επιθυμία, να την κάνουν να νιώσει βασίλισσα. Κι αυτός; Κι αυτός πώς να τα βγάλει πέρα μαζί τους; Πώς να τους ανταγωνιστεί; Ένα φτωχαδάκι είναι. Κι εκείνη είναι, προφανώς, προορισμένη για τα πλούσια και τα μεγάλα. Αλήθεια, ποιο να είναι το όνομά της; Ναι, ούτε κι αυτό το ξέρει. Απλά την κοιτά με δίψα και λαχτάρα μεγάλη και τη βαφτίζει με ονόματα φανταστικά, μ’ αυτά που πιότερο πιστεύει ότι της ταιριάζουν. Τη μια τη λέει Λούσι, την άλλη Μάγια, την παράλλη Νανά. Τη λέει, αλλά δεν της το λέει.
Είναι αργά το απόγευμα και την παρακολουθεί και πάλι. Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει η σκιά της – κάτι σαν εραστής του ονείρου, αλλά όχι ακριβώς. Την παρακολουθεί βήμα το βήμα, δρόμο το δρόμο, με οδηγό την ελπίδα. «Πού θα μου πάει;» σκέφτεται, «πού θα μου πάει; Κάποτε θα την πετύχω μόνη και τότε…» Και τότε; Δεν συμπληρώνει την σκέψη του. Την αφήνει να αιωρείται στο κενό του αποπνιχτικού της πόλης αέρα, να χάνεται σε λαβύρινθους πόνου και απόγνωσης, στην αφορμή – στην αφορμή που τον έφερε μέχρι εδώ.
Ένας θάνατος, ο θάνατος, ήταν που τον έφερε σ’ αυτή τη θέση. Ο θάνατος της αγαπημένης του. Αν δεν πέθαινε εκείνη, δεν θα κυνηγούσε τώρα τόσο επίμονα αυτή. Αν δεν της θύμιζε εκείνη, δεν θα τον τραβούσε αυτή. Μοιάζουν, πολύ, σαν δίδυμες είναι. Όταν βλέπει τη ζωντανή, νιώθει μέσα του τη νεκρή. Άδικη ζωή. Άδικη. Όχι επειδή πέθανε η αγαπημένη -αυτά δα κάποτε θα συνέβαινε- αλλά επειδή του την σκότωσαν. Κάτι άνθρωποι κακοί, υστερόβουλοι, του έκλεψαν με το έτσι θέλω ό,τι πιο πολύτιμο είχε στη ζωή. Και σαν να μην έφτανε το κακό που του έκαναν, κοκορεύονταν κιόλας, του έφτυναν κατά πρόσωπο την περιφρόνησή τους. «Δεν θα περάσει έτσι αυτό,» ορκίστηκε σιωπηλά πάνω από τον τάφο της, και το λόγο του τον κράτησε. Κυνήγησε τον ένα μετά τον άλλο τους δολοφόνους της και τους σκότωσε όλους. Και την έβγαλε καθαρή, αφού αυτός είναι ξύπνιος πολύ. Χρειάστηκε νύχτες αγρύπνιας, μήνες αγωνίας μέχρι να το κάνει αυτό, αλλά στο τέλος δικαιώθηκε. Και τώρα, απλά προσπαθεί να φέρει ξανά στη ζωή το όμορφο χθες του.
Εδώ και λίγη ώρα κάθεται σ’ ένα ξεβαμμένο απ’ το χρόνο και τη χρήση παγκάκι, σ’ ένα σχεδόν ολότελα εγκαταλειμμένο πάρκο και κρύβοντας τα μάτια του πίσω από μια εφημερίδα, όσο πιο διακριτικά μπορεί την παρακολουθεί. Κάτι του λέει ότι σήμερα θα γίνει αυτό που εδώ και τόσο καιρό ονειρευόταν, θα την κάνει δική του. Όλα μοιάζουν να συνηγορούν υπέρ του. Το ότι σήμερα μένει όλο και πιο πολύ μόνη. Το ότι οι άλλοι μοιάζουν απόλυτα απασχολημένοι με τον εαυτό τους. Κι η νύχτα που σε λίγο θ’ αρχίσει να πέφτει τονώνοντας την αυτοπεποίθησή του.
Σηκώνεται κι αρχίζει σιγά-σιγά να την πλησιάζει. Κινείται προσεκτικά, αφού δεν θέλει να κινήσει τις υποψίες. Εκείνη τον βλέπει που έρχεται όλο πιο κοντά, μα δεν αντιδρά. Αντίθετα παίρνει να τον πλησιάζει, αφού αν και της είναι ολότελα ξένος, η μορφή του της είναι γνωστή, συνήθισε πια την παρουσία του και το ένστικτό της της λέει ότι μπορεί να τον εμπιστευτεί.
«Έλα μαζί μου. Ακολούθησέ με,» της ψιθυρίζει, κι εκείνη απλά υπακούει. Με βήματα αργόσυρτα, αλλά σίγουρα και σταθερά κατευθύνονται προς την έξοδο του πάρκου. Το όνειρο πλησιάζει όλο και πιο πολύ στην πραγματοποίησή του.
Η νύχτα τους βρίσκει να κάθονται παρέα στον καναπέ. Τη χαϊδεύει με πάθος και αγάπη πολλή, την κλείνει στην αγκαλιά του, της λέει ξανά και ξανά ότι είναι το μωρό του, το ένα και μοναδικό, ότι δεν πρόκειται ν’ αγαπήσει ποτέ άλλη σκυλίτσα σαν κι αυτή. Κι εκείνη κουνάει την ουρά της χαρούμενη, τρώει τα μπισκότα που της δίνει γενναιόδωρα μέσα από το χέρι του, κι ευλογεί την τύχη της.
«Σ’ έκλεψα, αγάπη μου, σ’ έκλεψα!» τον ακούει να της ψιθυρίζει πού και πού και σχεδόν νιώθει την ευτυχία που πλημμυρίζει το είναι του σαν αύρα μαγική να την λούζει. Τη μια τη φωνάζει Λούσι, την άλλη Μάγια, την παράλλη Νανά. Γι’ αυτόν το όνομά της δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Φτάνει που ετούτη τη στιγμή είναι εδώ, μαζί του. Φτάνει που ήρθε και του σκότωσε τη μοναξιά, που ξέγραψε με ένα γαύγισμά της του χθες του τα πολλά φαντάσματα.

Η εικόνα κλεμμένη από εδώ

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

Καθώς πέφτει ο ήλιος

Βίντεο για σήμερα, αφού οι υποχρεώσεις που "ξεφύτρωσαν" απ' το πουθενά σχεδόν, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να κάνω το κάτι παραπάνω.

Οι φωτογραφίες δικές μου, η επεξεργασία της Άνα...

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009

Στον απόηχο μιας παρουσίασης

Το κοινό. Μπροστά- μπροστά η φίλη συγγραφέας Γιόλα Δαμιανού-Παπαδοπούλου
Ο Νικόλας Θεοφάνους
Ελένη Σιούφτα και Μαρία Έκτορος




Οι παρουσιάσεις βιβλίων δεν είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά για πρωτάρηδες σαν κι εμένα. Ωστόσο, στο τέλος-τέλος ίσως να μην αποτελούν παρά μια μοναδική στο είδος της σχολή: αυτή της διαχείρισης του άγχους. Ενός άγχους που τελικά εκτονώνεται αφήνοντάς σε ν’ αναπνεύσεις ξανά, να χαμογελάσεις πλατιά αφού όλα τα κακά που προφήτευες δεν ήρθαν, αφού όλα πήγαν καλά – καλύτερα κι απ’ ό,τι έλπιζες, ή ίσως και όχι.
Σαν ένα νόμισμα με δύο διαφορετικές όψεις ήταν η προχθεσινή εκδήλωση, την οποία τώρα μπορώ και αντικρίζω με πιο καθαρό βλέμμα, με πιο γαλήνιο μυαλό. Στην αρχή ήταν η αγωνία, η ανυπομονησία, η μερική απογοήτευση. Κι ύστερα ήρθε η ποίηση, η συγκίνηση, το μεγαλείο μιας μοναδικής για σένα στιγμής. Και στο τέλος, η αμηχανία – του νομίσματος η κόψη, η αθέατη όψη. Η αμηχανία του να στέκεσαι μπροστά από ένα, ολιγάριθμο έστω κοινό, και να μην ξέρεις τι να πεις. Τα λόγια να φτάνουν στα χείλη σου και να μη βρίσκουν εύκολα διέξοδο. Να κοιτάς αυτούς τους φίλους που ανέλαβαν να «σε φωτίσουν» και να μη βρίσκεις λέξεις αρκετά δυνατές, αναγκαία επουσιώδεις για να τους ευχαριστήσεις. Κι όλο να σκέφτεσαι: δεν μου αξίζει αυτό… δεν μου αξίζει αυτό… Αλλά να μην το λες.
Κι ύστερα η επαφή. Η επαφή με ανθρώπους άγνωστους, με τους οποίους ωστόσο πολλά σε δένουν: κοινά ενδιαφέροντα, παρόμοιες αγωνίες, η αγάπη για το θαύμα των λέξεων και των έντονων συναισθημάτων. Τυχερός είμαι, σκέφτεσαι, καθώς με ταραχή υπογράφεις το ένα μετά το άλλο τα αντίγραφα του βιβλίου – πολύ τυχερός: για την ευλογία και την κατάρα της συγγραφής, για τους φίλους που έχεις, γι’ αυτούς που νιώθεις απ’ τη μια στιγμή στην άλλη πώς απέκτησες.
Έγινε το πρώτο βήμα, το πιο δύσκολο. Κάποια άλλα θα ακολουθήσουν…

Ευχαριστίες:
Στην Ελένη Σιούφτα. Οργάνωσε την εκδήλωση, μίλησε για το βιβλίο, έγραψε και τραγούδησε δυο κομμάτια εμπνευσμένα απ’ αυτό. Πάντα ψηλά, φιλαράκι, πάντα ψηλά!
Στην Μαρία Έκτορος: Διάβασε αποσπάσματα. Με τη βελούδινη φωνή της έδωσε σάρκα και οστά στις Γυναίκες της συγνώμης. Ταπεινά σ’ ευχαριστώ, άγνωστη!
Στον Νικόλα Θεοφάνους: Μελοποίησε τα τραγούδια, είπε κάποια άλλα, μας ταξίδεψε με τις μουσικές του. Ήσουν υπέροχος, άνθρωπέ μου!
Στα παιδιά του Ανεμοδείκτη στη Λευκωσία: Πάντα φίλοι. Πάντα καλά!

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

Ένα (μη) κείμενο για τις "Γυναίκες της συγνώμης"

Απ' τη χθεσινή παρουσίαση του βιβλίου στη Λευκωσία:

Απολογούμαι, αλλά έπρεπε να αφαιρέσω το κείμενο από το μπλογκ αφού σαν ανυπόφορα αφηρημένος και ξεχασιάρης τύπος που είμαι ξέχασα ότι θα δημοσιευόταν σε μια εφημερίδα εδώ στην Κύπρο. Θα το αναρτήσω και πάλι μετά τη δημοσίευση.
Ναι, το ξέρω, είμαι απαράδεκτος...