Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

Το ταξίδι του χρόνου

Ο χρόνος...

Ο χρόνος παίζει μαζί μας,

Μας κάνει ό,τι θέλει.

Μας δείχνει τον ουρανό και μας οδηγά στην κόλαση,

Μας χαρίζει την αγάπη και μας την κλέβει,

Μας δείχνει το φως και μας ρίχνει στο σκοτάδι.

Όταν βιαζόμαστε ο χρόνος

Βιάζεται κι εκείνος,

Αλλά, κι όταν πηγαίνουμε με το πάσο μας

Αυτός συνεχίζει να τρέχει.

Ο χρόνος είναι ο άρχοντας κι εμείς οι υποτακτικοί του,

Γι’ αυτό και δε μας χαρίζεται καθόλου.

Όταν ανυπομονούμε για κάτι το διατάζει να έρθει αργά,

Όταν έχουμε πολλά πράγματα να κάνουμε μας στέλνει κι άλλα,

Όταν θέλουμε να τρέξουμε μας βάζει τρικλοποδιές,

Κι όταν θέλουμε να ηρεμήσουμε δε μας αφήνει σε ξερό κλαρί.

Ο χρόνος είναι η ζωή μας,

Η κληρονομιά μας,

Κι η κατάρα μας.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε με

Και ενάντια σ’ αυτόν είναι να τον αξιοποιήσουμε,

Όπως ξέρει κι όσο καλύτερα μπορεί ο καθένας.

Ν’ αφήσουμε ένα σημάδι στο νοητό του ρολόι...

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Της θλίψης τ' αδιέξοδα

Κανείς δεν τη νιώθει,

Κανείς δεν την καταλαβαίνει.

Είναι σίγουρη...

Γι’ αυτό και δε μιλά σε κανένα

Για όσα την απασχολούν,

Γι’ αυτό και κλείνεται όλο και πιο πολύ

Όλο και πιο βαθιά στον εαυτό της,

Προσπαθώντας να ξεφύγει από τα

Αδιέξοδα της μονόδρομος θλίψης της.

Ερωτεύτηκε...

Ερωτεύτηκε ραγδαία κι έπεσε με πάταγο.

Ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα και κεραυνοβολήθηκε.

Ζει μέσα στο κεφάλι της,

Μέσα εκεί ζει έντονα την απογοήτευσή της.

Την απέρριψαν,

Για δεύτερη φορά στη ζωή της την απέρριψαν,

Και δεν ξέρει πως να το χειριστεί αυτό.

Γι’ αυτό και εξακολουθεί να είναι ερωτευμένη,

Μ’ αυτόν που την έδιωξε.

Προσπαθεί να καταλάβει το γιατί,

Γιατί εκείνος δεν επιθυμούσε αυτό

Που δεκάδες άλλοι κυνήγησαν.

Μήπως δεν του άρεσε;

Μην ήταν ο χαρακτήρας της;

Ίσως η γλώσσα της που δύσκολα συγκρατούσε;

Ποτέ δεν της πέρασε της κακομοίρας απ’ το μυαλό η ιδέα

Ότι δε γίνεται πάντοτε να κερδίζουμε σ’ αυτή τη ζωή,

Και πως έφτασε η δική της σειρά για να χάσει.

Έτσι χώθηκε στο μέσα της κι απομακρύνθηκε

Από τους ανθρώπους που στ’ αλήθεια την αγαπούσαν,

Αφού νόμιζε πως δεν την καταλάβαιναν,

Κι ας στο βάθος την ήξεραν καλύτερα κι απ’ τον εαυτό της τον ίδιο.

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Λύτρωση

Περπατά σκυφτός, λυπημένος, βιαστικός, με τα χέρια βαθιά χωμένα στις τσέπες του ασήκωτου παλτού του, καθώς τη χειμωνιάτικη ετούτη νύχτα ο αέρας λυσσομανά παγώνοντάς του τα κόκαλα, καθώς το χιόνι μεταμορφώνεται από όμορφες νιφάδες σε μια κρύα κι επικίνδυνη μάζα για τους διαβάτες. Όχι πως δίνει και μεγάλη σημασία στις καιρικές συνθήκες, αλλά δεν μπορεί και να τις αγνοήσει κιόλας, βυθισμένος καθώς είναι στις σκέψεις του. Πρέπει να το ξεφορτωθεί, σκέφτεται, πρέπει να ξεφορτωθεί αμέσως το αντικείμενο που μεταφέρει, προτού συμβεί κάτι κακό.

Ναι, το κέρδισε στα χαρτιά, αλλά ήξερε από την πρώτη στιγμή πως δεν έπρεπε να το πάρει στα χέρια του, ότι δεν έπρεπε να το κρατήσει. Καλύτερα θα ήταν αν το πουλούσε αμέσως κι ας έπαιρνε λιγότερα λεφτά απ’ όσο στ’ αλήθεια άξιζε. Δεν το έπραξε όμως, και να τώρα που το νιώθει να ασκεί μια παράξενη επιρροή πάνω του, που του δίνει μια απροσδιόριστη δύναμη και μια πεποίθηση ότι μπορεί να κάνει τα πάντα, να που κάνει κατάληψη στην ψυχή και το μυαλό του και δεν μπορεί να βρει αναπαμό.

Είναι λίγο μετά τα μεσάνυχτα και το χιόνι αρχίζει να πέφτει όλο και πιο πυκνό απ’ τον ουρανό, οι νιφάδες πιάνουν έναν άγριο χορό κάτω απ’ τα χλωμά φώτα της πόλης. Οι διαβάτες πια στους δρόμους είναι λιγοστοί, κι αυτοί πολύ βιαστικοί, καθώς σπεύδουν για τα σπίτια τους ή για κάποιο άλλο μέρος ζεστό και φιλόξενο. Αυτός δε βιάζεται να πάει πουθενά, απλά βιάζεται. Λες και τρέχει να ξεφύγει απ’ τον εαυτό του, απ’ τις σκέψεις του, από το μέλλον πως δίχως καμία απολύτως αμφιβολία τον περιμένει. «Όχι, δεν μπορείς να το κάνεις αυτό ξανά,» λέει στον εαυτό του, «Αποκλείεται!» προσπαθεί να τον πείσει. Κι όμως, βαθιά μέσα του το ξέρει, το ξέρει καλά πως δε θα μπορέσει ούτε κι ετούτη τη φορά να ξεφύγει από τη μοίρα του, μια μοίρα που μισεί, που απεχθάνεται όσο τίποτ’ άλλο στον κόσμο, μια μοίρα που είναι όμως το μόνο που έχει, που του δίνει ζωή και που του την κλέβει στάλα τη στάλα, στιγμή τη στιγμή.


Η συνέχεια στα Διηγήματα

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Της Σιωπής

Συνήθισε πια τους τρόπους της σιωπής

Κι οι άλλοι απλά δεν τον καταλαβαίνουν.

Τον βλέπουν να κάθεται εκεί γαλήνιος κι αμίλητος

Και τον ρωτούν τι τρέχει,

Γιατί δε μιλάει.

«Τι να τρέχει ρε παιδιά;» απορεί αυτός.

Πώς να τους εξηγήσει ότι τώρα πια δε μιλά

Επειδή δεν έχει τίποτα να πει;

Κάποτε, τα παλιά τα χρόνια, μιλούσε πολύ,

Παραμύθιαζε πολύ, άκουγε λίγο.

Μα εκείνα τα χρόνια πέρασαν για τα καλά.

Τώρα μοναχά μες στη σιγή βρίσκει τη γαλήνη.

Ω, οι άνθρωποι!

Κοιτούν πάντα απορημένοι τα πιο συνηθισμένα πράγματα,

Ψάχνουν πάντα τις απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν είναι εκεί,

Προσπαθούν πάντα σκληρά να καταλάβουν τα πιο απλά συμβάντα,

Εκείνα που δε θέλουν καμία εξήγηση.

Τι να τους πει;

Τους κοιτά λίγο θλιμμένα, λίγο ειρωνικά και χαμογελά,

Κι αφήνει το χρόνο να κυλά στους δικούς του ρυθμούς, και

«Όλα είναι μια χαρά,» σκέφτεται,

«κι ας μη το χωράει αυτό το αραχνιασμένο τους μυαλό!»

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2008

Δεν τον ήξερε κανείς

Κάποιος είδε το σώμα του, το άψυχό του κορμί, να επιπλέει βρώμικο, παρατημένο, κάτω από μια πεζογέφυρα που ενώνει την οδό Πράι Σανί με την Τσιαροενράντ, πάνω από τον -πλούσιο σε νερά ποταμό- Μάε Ναμ Πινγκ, στην Τσιανγκ Μάι. Ήταν ένας άντρας ξανθός, μάλλον στα είκοσι και κάτι του, ευρωπαίος ή αμερικανός, που έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε, προφανώς από ατύχημα, ανέφερε η ανακοίνωση της αστυνομίας. Ωστόσο, δεν απέκλεισαν το ενδεχόμενο να επρόκειτο περί εγκληματικής ενέργειας, γι’ αυτό και η έρευνα για τα αίτια του θανάτου του θα συνεχιζόταν, μέχρι την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης.

Την επομένη έγινε και η απαραίτητη νεκροψία, που όμως δεν έριξε και πολλή φως στην υπόθεση. Ο ιατροδικαστής απλά επιβεβαίωσε το γεγονός ότι ο θάνατος προήλθε από πνιγμό, αφού το σώμα δεν έφερε κάποιες εκδορές ή κακώσεις, ενώ η καρδία του βρισκόταν σε εξαιρετική κατάσταση, σημειώνοντας –ωστόσο- ότι στον οργανισμό του ανιχνεύθηκε μεγάλη ποσότητα αλκοόλ.

Έτσι, η αστυνομία βγήκε αμέσως στους δρόμους, εκστρατεύοντας σε καραόκε μπαρς, εστιατόρια, νυχτερινά κλαμπς και μπυραρίες, προσπαθώντας ν’ ανακαλύψει τουλάχιστον την ταυτότητά του.

Η συνέχεια στα Διηγήματα


Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

Μια ανάμνηση

Δεν αντέχει πια...

Δεν αντέχει αυτή την αδικία!

Γιατί να είναι μόνη;

Γιατί να είναι πάντα μόνη;

Πρέπει ν’ αλλάξει, να μάθει...

Να μάθει να μιλά και να φλερτάρει,

Να μάθει πως να γίνεται προκλητική,

Ακριβώς όπως και η αδελφή της.

Η αδελφή της...

Τη μισεί την αδελφή της.

Τη μισεί επειδή ποτέ δε μένει μόνη.

Τη μισεί για τους άντρες που κάνουν παρέλαση απ’ τη ζωή της.

Τη μισεί για τις συμβουλές που της δίνει και που ποτέ δεν πιάνουν τόπο.

Τη μισεί,

Και τη ζηλεύει.

Και κάθε μέρα νιώθει όλο και πιο πολύ να καταρρέει,

Στη θλίψη βαθιά να βουλιάζει.

Της λείπει το άγγιγμα, το χάδι, το φιλί,

Της λείπει η μυρωδιά του αντρικού κορμιού,

Της λείπουν τα παιχνίδια του έρωτα.

Όλα της λείπουν και όλο είναι μόνη,

Ενώ ο χρόνος εξακολουθεί να κυλάει και να την προσπερνά.

«Μια ανάμνηση είμαι ήδη,» σκέφτεται,

Κι ας είναι μόλις είκοσι χρονών,

«Η ανάμνηση ενός σώματος που ποτέ δεν υπήρξε...»

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Για πάντα μαζί

Είχαν κι αυτοί κάποτε πει εκείνη την ηλίθια ατάκα, Για πάντα μαζί, και την πίστεψαν. Και οικτρά διαψεύσθηκαν. Τους διέψευσε η ζωή, προδόθηκαν απ’ τους ίδιους τους τους εαυτούς. Όταν, όμως, έλεγαν αυτές τις τρεις μαγικές λέξεις, τις τόσο οριστικές και βαρυσήμαντες, τις εννοούσαν, τις εννοούσαν απόλυτα. Γιατί να μην ήταν για πάντα μαζί άλλωστε, από τη στιγμή που αγαπιόντουσαν τόσο πολύ και με τόσο πάθος; Γιατί να μην έμεναν για πάντα μαζί, για πάντα ένα, από τη στιγμή που ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο; Γιατί να μην έκαναν μαζί τα όνειρά τους πραγματικότητες;

Η αλήθεια είναι ότι όταν συναντήθηκαν όλα έδειχναν πως ο καθένας βρήκε στον άλλο τον προορισμό του. Οι πρώτοι μήνες της κοινής τους ζωής κύλησαν γρήγορα, σαν ένα ρυάκι μ’ ακύμαντο νερό, μέσα στις χάρες και τις χαρές του έρωτα, μέσα στην αρμονία των κορμιών. Δέθηκαν μεταξύ τους σα σε σανίδα σωτηρίας, κι ας μην ήταν -φαινομενικά- η απόγνωση το κυρίαρχο στοιχείο στην ένωσή τους. Η Νάντια του πρόσφερε την αγάπη, τη ζεστασιά και θαρρώ εκείνη την τυφλή λατρεία που εκείνος πάντοτε αναζητούσε. Ο Μανόλης της χάρισε την τρέλα του, την ιερή του τρέλα, μια τρέλα που της έδινε φτερά, αλλά και κάποια ανέλπιστη ασφάλεια, αφού ένιωθε ότι όσο ήταν κοντά του κακό δε θα μπορούσε να τη βρει, καμιά θλίψη να την αγγίξει.

Όσο περνούσε ο καιρός το πρώτο πάθος και η φωτιά του πόθου δεν έλεγαν με τίποτα να υποχωρήσουν. Κάθε στιγμή που περνούσε, κάθε μέρα που ξημέρωνε έμοιαζε να είναι να είναι καλύτερη απ’ την προηγούμενη γι’ αυτούς τους δυο. Ο έρωτάς τους φαίνονταν να μεγαλώνει, να γιγαντώνεται, ώρα με την ώρα, να αποκτά όλο και πιο γερές, όλο και πιο ακατάλυτες βάσεις. Η σχέση τους έμοιαζε με μια από κείνες που απλά είναι πολύ καλές για να ’ναι αληθινές.

Η συνέχεια στα Διηγήματα...

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Αγαπημένο Ποίημα

Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση της φίλης Ελληνίδας ανεβάζω ένα απόσπασμα από το αγαπημένο μου ποίημα των τελευταίων μηνών, Το Σι Μαζί, της Έλενας Σιούφτα. Δεν έχει ίσως καμία σχέση με το θέμα Αντίσταση, αλλά αυτό είναι που με γεμίζει πιότερο αυτές τις μέρες. Αντιγράφω, λοιπόν:


Να κλάψω για το παιδί που δεν με άφησαν να του υποσχεθώ τον κόσμο

Γιατί ο κόσμος δεν συναινούσε,

Να κλάψω για σένα που είσαι εδώ και μ’ ακουμπάς

Δίχως να προσβλέπεις στην Ιθάκη μου,

Να κλάψω μόνο σήμερα,

Προκαταβολικά και εκ των υστέρων,

Μόνο σήμερα...


Δάνεισέ μου το βλέμμα του Χριστού

Εκείνο το δεμένο με το «τις εστίν παίσας σε;»

Γιατί αυτό φοράς κάθε φορά που γυρνάς απ’ τις παράγκες τους.


Τώρα δικαιούμαι και τον πόνο σου!

Κέρασέ με!


Σε εμβρυακή στάση ας σταυρωθούμε,

Χωρίς τα δώδεκα Ευαγγέλια.

Το πήρα απόφαση: Χωρίς Ανάσταση!

Στον Άδη μας μαζί!


Η ασκητική μας τώρα αρχίζει...


Με το σαντούρι του Ζορμπά

Και το ευχολόγιο της μάνας που ξενιτεύει το γιο της.


Δοκιμάστηκε το σπέρμα στο χώμα κι η βροχή το δόξασε,

Έτσι κι εμείς,

Οι νέοι βλαστοί της μακαριότητας.


Άγριο το ταξίδι σου, υπομονή, που μας έφερες μαζί,

Θα σε υμνήσουμε σε τούτο το ξωκλήσι της αγάπης μας,

Κεριά τα χέρια,

Καντήλια τα μάτια,

Κι ο ένας του άλλου η εικόνα...

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Έτοιμος να σκοτώσει

Και να που έφτασε εκείνη η στιγμή που πάντα απευχόταν, μια στιγμή καθοριστική, που σίγουρα θα άλλαζε τη ζωή του για πάντα. Τώρα, είναι έτοιμος να σκοτώσει. Να σκοτώσει έναν άντρα που του έκανε πολλά, που πολύ του τυράννησε το σώμα και του μάτωσε την ψυχή, σε μια προσπάθεια να του επιβληθεί, να του επιβάλει με τη βία τη βούλησή του. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, πρέπει να τον σκοτώσει, αμέσως, για να μη σκοτωθεί.
Στέκεται εκεί για λίγο ακίνητος, βλοσυρός κι αβέβαιος, σκεφτικός, παρατηρώντας προσεκτικά, σχεδόν με λύπηση, το υποψήφιο θύμα του, το καθόλου αθώο και θανατερά οπλισμένο. Φαίνεται τόσο αδύνατος, τώρα, αυτός ο άντρας και τόσο φοβισμένος. Μοιάζει να κατούρησε τα βρακιά του. Του ’φυγε η μαγκιά. Τα μάτια δακρυσμένα, το βλέμμα κάπου ικετευτικό, η στάση του κορμιού αμυντική. Όλα αντικατοπτρίζουν της ψυχής του τους πιο φανερούς, μα ενδόμυχους, φόβους.
«Ω, ας τον αφήσω να ζήσει,» σκέφτεται με οίκτο, βλέποντάς τον έτσι, ο από ανάγκη μελλοντικός δολοφόνος. «Αλλά, αν τον αφήσω να ζήσει, οπλισμένος καθώς είναι, θα σκοτώσει εμένα!» συμπληρώνει τη σκέψη του. Το δίλημμα μεγάλο. Το ερωτηματικό που του καίει τα σωθικά ακόμη μεγαλύτερο: «Γεννήθηκα, άραγε, για να σκοτώσω ή για να σκοτωθώ;»

Η συνέχεια εδώ...

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Το Λευκό και το Μαύρο

«Μου αρέσει το μαύρο πολύ,» μου είπε. «Αλλά όχι επειδή μιλά για την ψυχή μου ή στην ψυχή μου, ή κουραφέξαλα,» βιάστηκε να προσθέσει. «Απλά όταν φορώ μαύρα νιώθω ωραία, νιώθω πιο πολύ ο εαυτός μου...»

«Μην είσαι κι εσύ χήρα, όπως η Πολυδούρη;» τόλμησα να τη ρωτήσω. «Χήρα στο από μέσα σου!»

«Όχι, όχι, μαλακίες λες, αγαπώ τη ζωή.»

«Αλλά;»

Σιωπή. Αναρωτιέται κατά πόσο θέλει να μου μιλήσει ή όχι. Ή τουλάχιστον αυτό θέλει να πιστεύει το υπερφίαλο εγώ μου.

«Δε θα σου κάνω το χατίρι...» λέει μ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα.

«Το χατίρι;»

«Να σου μιλήσω από καρδιάς. Πάλι θα με εκνευρίσεις και θα τσακωθούμε!»

«Σου υπόσχομαι ότι δε θα το έκανα ποτέ αυτό...»

«Θα το έκανες χωρίς καλά-καλά να το καταλάβεις, κι αυτό είναι τόσο εκνευριστικό...»

«Ω, πόσο καλά με ξέρεις!»

«Είσαι το λευκό κι είμαι το μαύρο...»

«...φως μες στο σκοτάδι μου!»

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2008

Το χαμόγελο

Τρελάθηκε από τον έρωτα. Έτσι απλά. Και όποιος τρελαίνεται απ’ τον έρωτα συνήθως τα ’χει ολότελα χαμένα, δεν ξέρει τι του γίνεται. Αλλά, αν τύχει κάποτε και συνέλθει από την τρέλα του, τότε μπορεί να γίνει επικίνδυνος - για τον εαυτό του, αλλά πολύ περισσότερο για τους άλλους.

Ποια τον έκανε να χάσει τα μυαλά του; Κάποια που μέχρι χθες δε γνώριζε και που εισέβαλε ξαφνικά σα σίφουνας στη ζωή του, παρασέρνοντας τα πάντα στο πέρασμά της. Όχι, δεν ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά, αλλά με την πρώτη κουβέντα. Απ’ την ίδια εκείνη στιγμή που βρέθηκε μόνος μαζί της κι άρχισαν να μιλάνε, το ήξερε πως οι δυο τους θα είχανε πολλά ακόμη να πούνε στο μέλλον, πολλά περισσότερα να ζήσουνε. Και δυστυχώς είχε δίκιο.

Εκείνος, όταν πρωτοσυναντήθηκαν, ήταν ένας τύπος κάπως μοναχικός, αλλά έτοιμος πάντα για νέες περιπέτειες. Εκείνη, ανοιχτό μυαλό αλλά καταπιεσμένο, υποδουλωμένο στα πρέπει μιας οικογένειας που δεν την καταλάβαινε, ζητούσε απεγνωσμένα μια σπίθα για ν’ ανάψει μέσα της της ζωής τη φλόγα. Εκείνος, έζησε πολλά στη ζωή του. Εκείνη, ένα μονάχα εφήμερο έρωτα, διέξοδο στα ψυχολογικά και σεξουαλικά της αδιέξοδα. Όταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν με τον άλλο, εκείνος μόνος. Ωστόσο, ένιωσαν αμέσως να τους δένει ένα υπόγειο κι αόρατο νήμα, το νήμα της τρέλας, της αληθινής ζωής.

«Θέλω να ζήσω... Θέλω να ζήσω...», επαναλάμβανε μονότονα η Στέλλα, προτού γίνει το άλλο, το καλύτερό του μισό. Κι εκείνος απλά αναρωτιόταν: «Μα, πώς είναι δυνατόν να μη ζει; Πώς;» Εκείνος έπαιρνε την κάθε μέρα όπως του ερχόταν, απολάμβανε κάθε χαρά και πίκρα της, αγκάλιαζε τη ζωή με τα πάνω και τα κάτω της μ’ όλης της ψυχής του το πάθος. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να την καταλάβει. Γι’ αυτό αποφάσισε να τη βοηθήσει ν’ αλλάξει. Αλλά, αυτό συνέβηκε αφού παράτησε πρώτα τον έρωτα του τίποτά της.

Από εκείνη την ώρα, μέρα τη μέρα, κουβέντα την κουβέντα, άρχισαν να έρχονται όλο και πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Είχαν τόσα πολλά κοινά άλλωστε. Άκουγαν τις ίδιες μουσικές, τους άρεσαν τα ίδια μέρη, ένιωθαν εκστατικά ευτυχισμένοι όταν ήταν μαζί. Τόσο ευτυχισμένοι μάλιστα, που ο Χρήστος -αυτό ήταν το όνομά του- άρχισε ν’ ανησυχεί. «Αποκλείεται να υπάρχει τόση τελειότητα,» σκεφτόταν, «Δεν μπορεί κανείς να είναι τόσο ευτυχισμένος. Δεν είναι λογικό...»

Η συνέχεια εδώ...

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Για το καλό της

«Θα μπορούσα να φτάσω μέχρι το φόνο για σένα,» της είπε κάποτε, πριν χρόνια πολλά, μα εκείνη δεν τον πίστεψε. Από τότε έζησαν κι οι δυο τους πολλά, πολλά αλλά χώρια, μέχρι που τη συνάντησε μια μέρα τυχαία στο δρόμο μετά από δέκα τόσα χρόνια μοναξιάς, και η ζωή του πήρε μια διαφορετική στροφή.
«Δεν έχεις αλλάξεις καθόλου!» βιάστηκε να της πει. Όχι, δεν είχε αλλάξει. Τουλάχιστον όχι στα δικά του μάτια. Παρέμενε η Αυγή των νεανικών τους χρόνων, η Αυγή των μοναδικών του ονείρων, η γυναίκα που τον πλήγωσε σχεδόν θανάσιμα, που του σκότωσε το παρόν και το μέλλον, η γυναίκα που παντρεύτηκε τον καλύτερό του φίλο, και την οποία δεν έπαψε στιγμή να σκέφτεται και ν’ αγαπάει.
Ο Γιώργος, η Αυγή κι ο Αποστόλης ήταν φίλοι αχώριστοι απ’ τα παιδικά τους χρόνια. Μεγάλωσαν στα ίδια μέρη, στις ίδιες γειτονιές, έζησαν για κάποια εποχή πανομοιότυπες ζωές. Και τα δύο αγόρια τότε, και οι δύο άντρες μετά ήταν ερωτευμένοι με την Αυγή. Ο Αποστολής το έδειχνε με κάθε τρόπο, το εξέφραζε ανοικτά, τη φλέρταρε και της γέμιζε το μυαλό με γλυκόλογα, ενώ ο Γιώργος, ντροπαλός καθώς ήταν, ποτέ του δεν μπόρεσε να της μιλήσει γι’ αυτά που ένιωθε, αν και η Αυγή ήξερε – τον ήξερε! Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως η τελευταία κάπου τον φοβόταν. Φοβόταν τις σιωπές του. Φοβόταν το βλέμμα του που κάθε τόσο γινόταν σκληρό πολύ κι αδιαπέραστο. Τον φοβόταν, μα τον ποθούσε κιόλας, αλλά δεν τολμούσε να του το πει αυτό. Ποια δε θα ήθελε να είναι μ’ ένα άντρα που δήλωνε έτοιμος να σκοτώσει για χάρη της;

Η συνέχεια εδώ...

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

Τίποτα δεν έχει αλλάξει...

και τίποτα δεν είναι όπως παλιά, και γι’ αυτό θλίβεται, εκνευρίζεται, μετανιώνει. Θέλει να βγάλει μια σπαρακτική κραυγή: “ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ”, αλλά δεν το κάνει αφού το ξέρει, δεν υπάρχουν αυτιά για να τον ακούσουν, μάτια για να τον δουν, να τον δουν όπως πραγματικά είναι. Και πως είναι; Μόνος, σ’ αδιέξοδο, με κομμένα τα φτερά, με όλα τα “σίγουρα” χαμένα. Αλλά, εντάξει, αυτό το τελευταίο δεν τον χαλάει στ’ αλήθεια, εκείνο που τον τρώει είναι το ότι πίστευε πως τούτη τη φορά τα πράγματα θα ήταν αλλιώς, πως θα μπορούσε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Κούνια που τον κούναγε, πριν ξαφνικά ξυπνήσει. Και σαν ξύπνησε, τι κατάλαβε; Άρχισε και πάλι να βυθίζεται στις σκέψεις, οι δυνάμεις του χάθηκαν, ο ύπνος στο ελάχιστο και τα νεύρα που είχε ξεχάσει τι είναι, στα ύψη… Και το ποτό! Τα ούζα απ’ το απόγευμα, μπύρες νωρίς το βράδυ και μετά κρασί, για να σβήσει μες στις αλκοολικές ουσίες. Και οι άλλοι γύρω του να μην καταλαβαίνουν, ή ίσως να μη θέλουν να καταλάβουν, να σκέφτονται “φάση είναι, θα του περάσει”. Θα του περάσει! Πώς να του περάσει, όμως; Αφού σύμφωνα με τα λεγόμενά τους είναι δίχως καρδιά και εντελώς αναίσθητος; Ας είναι… Θα του περάσει! Κι ας μη ζητά τώρα πια τίποτ’ άλλο πια παρά τη χαμένη ψυχική γαληνή, κι ας η μόνη χαρά που του ‘χει απομείνει είναι το να περπατά αργά το βράδυ ακούγοντας μουσική, κι ας πείθει με μεγάλη προσπάθεια κάθε πρωί τον εαυτό του ότι, ναι, αξίζει να ζήσει μία ακόμη μέρα. Να ζήσει ακόμη μία μέρα, αόρατος…

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

Ο Φαφλατάς

Πριν πολλά, πάρα πολλά χρόνια, όταν βρισκόμουνα ακόμη στα σύνορα της νιότης με τη μέση ηλικία, η οργή αποτελούσε τον ένα και μοναδικό κανόνα στην καθημερινότητά μου. Ήμουνα μόνιμα κατσούφης και θυμωμένος, τα έβαζα με όλους και με όλα, και οι λίγοι φίλοι που ακόμη με ανέχονταν προσπαθούσαν να με βάλουν σε μια τάξη, αλλά μάταια. Πώς να το πετύχαιναν αυτό άλλωστε; Αφού, όπως και να το κάνουμε, είχα πάντα ή σχεδόν πάντα δίκιο στις κρίσεις μου για τους ανθρώπους, κι εκείνοι που συνήθως έβαζα στο στόχαστρό μου δεν ήταν παρά οι κοκόροι, οι ξερόλες κι οι φαφλατάδες – όλοι όσοι δηλαδή μου έμοιαζαν!
Τη θυμάμαι, λες και ήταν χθες, εκείνη τη βραδιά που συναντήθηκα μ’ εκείνους τους φίλους και δυο-τρεις άλλες άγνωστες σε μένα φάτσες, σε μια απ’ τις πολλές δήθεν παρακμιακές ταβέρνες, που διαθέτει η πόλη μας. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους που οι μόνες φορές που σταματούν να μιλούν για τους εαυτούληδές τους είναι όταν μιλούν οι άλλοι γι’ αυτούς. Μια αηδία.
Μας πήρε, λοιπόν, μονότερμα. Μας μίλησε για τις αμέτρητες γυναίκες του, για τις απίστευτες περιπέτειες που έζησε, για τα ατέλειωτα μεθύσια και την αναμφισβήτητη μαγκιά του. Ήμασταν μια αντροπαρέα οκτώ ατόμων, αλλά η μοναδική φωνή που ακουγόταν ήταν η δικιά του. Στην αρχή είπα να το παίξω εκκωφαντικά αδιάφορος, αλλά μετά από αρκετή ώρα θέλοντας και μη -κι αφού, φαινομενικά, δεν είχα άλλη επιλογή- άρχισα να δίνω μια κάποια σημασία στα λόγια του και να τον παρατηρώ με το ειδικό μου βλέμμα, εκείνο που σφάζει. Τι ψεύτης! Τι φαφλατάς! Μας φλόμωσε στη μαλακία... σκεφτόμουνα καθώς εκείνος συνέχιζε το κρεσέντο του. Τα μάτια του πρόδιδαν, φώναζαν τη ψευτιά και το φόβο του, το φόβο μην αμφισβητήσει κανείς τα λεγόμενά του...

Η συνέχεια εδώ...

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2008

Της μοναξιάς

Να κάθεται εκεί, μονάχη μες στην παρέα των έξι και ν’ αναρωτιέται: «Τι γυρεύω εγώ εδώ;» Οι γύρω της σκιές, οι φωνές απόηχοι, η μοναξιά του πλήθους να την πνίγει. Όλοι να μιλάνε, εκείνη να διαβάζει. Όλοι να μιλάνε, εκείνη να ακούει. Ίσως να ζει μέσα στο κεφάλι της, οι άλλοι, όμως, είναι υδροκέφαλοι.Όχι, δεν το λέει εκείνη αυτό, εγώ το λέω.Στο πρόσωπό της είναι ζωγραφισμένη η καλοσύνη, αυτή ντε, που θα χαθεί στο πέρασμα του χρόνου, στη μοχθηρία του κόσμου.Κάτι σκιάζει της που και που το βλέμμα, κι άλλοτε ανοίγει διάπλατα τα μάτια, λες κι αντικρίζει ένα θαύμα. Χαμένη στο αλλού, κι όμως εδώ, συνένοχη στης καθημέρας την αφόρητη πλήξη.«Αχ, και νάταν όλα αλλιώς,» σκέφτεται. «Αχ, και νάμουν αλλιώς». Αλλά, δεν είναι. Κι έτσι βιώνει κι αυτή τους μικρούς της θανάτους, αναπολώντας μια μελλοντική ζωή. Ο ήλιος έξω λάμπει, μέσα της σκοτεινιάζει. Χαμογελά. Πικρά! Ίσως αύριο όλα να είν’ αλλιώτικα. Ίσως να είναι καλύτερα.Ίσως…

Αχ, τελειώσαμε και μ' αυτό...